Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 3

H ξανθή με γαλάζια μμάθκια (Τhe Cyprus Blind Date Story)

Αντιγράφων από το καταπληκτικόν Τζιμπριακόν μπλόγκιον "Ξενύχτιον Μιραμπέλλα" την παρακάτων ιστορίαν περί παιδικούν Τζιμπριακούν τυφλούν έρωταν (The blind date of a Cyprus teenager )



Θυμούμαι που ήμουν 13-14 γρονών ο ανιψιός μου ο Σ. είσιεν φιλενάδαν τζι εγώ δεν είχα. Όϊ πως εκάμναν τζιαι τίποτε αλλά ήταν μόδα να έσιεις φιλενάδαν. Εμέναν η μόνη έννοια μου ήταν τα μίκι μάους τζιαι το αττάριν (ήταν την χρονιάν πριν να γοράσω κκομπιούτερ οπόταν θα έχανα όλην την επαφήν με τον κόσμον).


Μιαν φοράν έπιαν τον η φιλεναδούα του έσσω. Ήτουν καλοτζιαίριν, οι γονιοί εδουλέφκαν τζιαι δεν είχαμεν με μόπαϊλ. Ο Σ. ήταν στο μπάνιο, τζιαι απάντησα εγώ το τηλέφωνον. Όταν την έπιασεν μετά ο ανιψιός μου πίσω, είπεν του ότι μια φίλη της που ήταν τζιαμαί μαζίν της τζιαι άκουεν την συζήτησην, ερωτεύτηκεν την φωνή μου. Σιού τζιαι καλά να μου την γνωρίσουν ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙΝ!.

-Ρέ ανίψι παρέτα με.

-Ανίψι νασιεις τζι εσύ φιλενάδα τζιαι να παέννουμεν μαζίν Κρουασαντερί.

-Ανίψιν παρέτα με τζιαι δεν θέλω πελάν πας την κκελλέν μου.

-Εξαναείσιες φιλενάδα;

-Τί να την κάμω ρε την φιλενάδα; Εσύ που έσιεις τί καταλάβεις;

-Μυρίζουν όμορφα τζιαι αφήνει με τζιαι χουφτώνω την τζιαι γλυφούμαστεν. (εννοείται σε τζίνην την ηλικίαν η γλώσσα μου ήταν όπως το πλοκάμιν στραβού χταποδκιού)

-Γιαξ ρε μαλάκα! Εν νεκατσιάς;

-Εν καλά ρε πελλέ. Τούντες μέρες εννά της βάλω τζιαι δ*******. (ναί, ως μιαν ηλικίαν ελαλούσαμεν τα ούλλα, μεν μου αρκέψετε).

-Όϊ λαομό!!!

-Είπεν μου εν όμορφη…

-Εν θέλω ρε…εεεε…Όμορφη είπες; Ίντα όμορφη; Όμορφη, όμορφή όξα όπως την Κωνσταντίνα την Κάχλα; (η άνοστη του σχολείου).

-Ξανθή με γαλάζια μμάθκια. Έτσι μου είπεν η φίλη μου. Εν τζιαι εξαναείδα την.

-Ξανθή με γαλάζια μμάθκια (δαμαί ακούεται τζίνη η μουσικούα που βάλλουν στα έργα άμαν φαντασιώνεται ο άλλος) ..Τζιαι αρχίζω να φαντασιώνομαι σκανδιναβικούς αγγέλους να με πλαισιώνουν. Σίγουρα πολλά καλλύτερη προοπτική που τες συνομήλικες μας με τα σπυράκια τζιαι την παρπέτταν την μαύρην τζιαι άσχετον αν εμείς είμασταν κάτι μωρά ισχνά τζιαι μισκίνικα με το σιειρότερο δέρμα.

-Άτε να κανονίσω;

-Κανόνισε ρε ανίψι, κανόνισε…λαλώ του τζια άρκεψα να παίρνω θάρρος. Θα εχούφτωνα τζιαι εγώ τον πολυπόθητον κώλον τζιαι God willing μιαν μέραν θα έβαλλα τζιαι δ*****! Τζιαι όϊ με όποιαν τζι όποιαν αλλά με ξανθήν με γαλάζια μμάθκια. Θα εκαπάρτιζα μαζίν της στο Κρουασαντερί. Θα εγελούσαμεν ανέμελα στο Μπιγκ Μπόυ, τζιαι σε κανένα δκυο χρόνια που θα μεγαλώναμεν (δεν ήμουν βλέπετε τον περιστασιακών σχέσεων) θα επαένναμεν τζιαι Μπι Φίφτιττού μαζίν! Ιδεαλισμός, φαντασία τζιαι προεφηβική αφέλια τρία σε έναν.

Τζιαι κανονίζει το ανίψιν να πάμεν Ελαιών να κολυμπήσουμεν, αφορμή να τες δούμεν τζιαι με το μαγιώ τζιαι να παίξουμεν πιλιάρτον τζιαι μηχανούες αν μας αφήναν οι πιο μεγάλοι. Εγώ μες το ταξίν, με την καλλύτερη φανελλούδαν ΕΛ ΕΪ ΛΕΪΚΕΡΣ (ορίτζιναλ) τζιαι παντελονούι Νάϊκ (ορίτζιναλ επίσης). (Παρένθεση- Ήταν η ηλικία που ήμουν μανιακός με τες μάρκες. Τωρά γυρεύκω παντόφλες ντόλφιν για το κκάλτ βάλιου τους). Άρκεψα τζιαι αγγχώνουμουν. Αν ήμουν ασθματικός θα εγύρεφκα τζιν το ππουστλίκκη που το βάλλεις μες το στόμα σου.

-Ανίψι τί να της πω;

-Εεεε μίλα της ρε.

-Μαλάκα εν τζιαι εξαναμίλησα σε κορούα. Δεν ξέρω. Αντρέπουμαι.

-Έννεν τίποτε. Εμίλησα εγώ με την Φ. τζιαι εν τελειωμένη κουβέντα.

-Σίουρα πράματα ρε; Πέ του ταξιτζή να μας πάρει πίσω.

-Ρε μεν μάσιεσαι. Εν να πάν ούλλα εντάξει.

-Εν μπόρω, έν μπορω. Κατέβασμε κάτω. Εν να τα καλλικώσω.

-Εν έσιει τίποτε.

-Κύριε κύριε…(προς τον ταξιτζή).

-Μεν τον ακούεις μάστρε. Πάρμας Ελαιών.

-Είσαι μαλάκας.

-Θυμήθου. Ξανθή με γαλάζια μμάθκια.

-”Ξανθή με γαλάζια μμάθκια” λαλώ του εαυτού μου τζιαι παίρνω θάρρος.

-ΗΡΕΜΗΣΕ ΡΕ! ΝΑΣΑΙ ΚΚΟΥΛ! φωνάζει μου ο ανιψίος μου.

-Εννά την τζεράσω θέμα; Πέντε λίρες έφερα…

Τζιαι φτάνουμεν στην Ελαιών μεν τα πολυλοώ. Εγώ επαρπάτουν πάνω κάτω πάνω κάτω πάνω κάτω που το άγχος. Ο ανιψιός μου ήταν κκούλ τζιαι έφκαλεν τζιαι τα γυαλιά του ήλιου. Γαμώτο, λαλώ του νού μου. Εγιώ δεν έφερα.

-Πάμεν μέσα να πιάμεν καρέκλες ώστε νάρτουν. Εν ώρα τους σε κανέναν δεκάλεπτο.

Εγώ έκατσα καραούλλιν πίσω που το κτήριον που ήταν το πιλιάρτο, αριστερά της εισόδου, τζιαι έβλεπα έξω. Εν δυνατών να μας στήσουν; Αποκλείεται αφού η μια εν η φίλη του Σ. Εν δυνατόν να εμετάνιωσεν η ξανθή με τα γαλάζια τα μμάθκια; Εν δυνατόν, διότι εγώ δεν είμαι ξανθός με γαλάζια μμάθκια. Άραγες σου εννάν όμορφη όξα πολλά όμορφη; Εννά της αρέσκουν τα βιβλία; Άραγε να της πώ να ακούσουμεν μαζίν που το γουόλκμαν μου; Έσιει τσιάνς να πιάσω κώλο; Τι να της πώ; Να της πω για την μάππαν;

Τούττες τζιαι άλλες απορίες επερνούσαν που τον νουν μου ώσπου τζιαι σσιάζουμαι το ταξίν νάρκεται. Έρκεται τζιαι ο ανιψιός μου. Ρε, πρέπει ναν τούτες, λαλέι μου. Η καρκιά μου εννά σπάσει που την ταχυπαλμίαν.

Πάει ο ανιψιός μου τζιαι προυπαντίζει την φίλη του. Εγώ χώννουμαι που το τοιχαρούι τζιαι τρώω τα νύσια μου. Κατεβαίνει η λεγάμενη. Ποττέ τόσες προσδοκίες για κάτι τόσον άγνωστον δεν εκαταστραφήκαν τόσον γρήγορα.

Το μόνον που θυμούμαι ήταν έναν πράμαν στροντζυλόν, όπως το χαρτζίν που βκάλλουμεν την ζιβανίαν, με κότσινον μαγιώ. Είσιεν όντως έναν κακοβαμμένον μαλλίν ξανθόν τζιαι όσον για τα μμάθκια της ήταν καταγάλανα. Το πρόβλημαν ήταν που τα μάθκια της αντί ναν μες τες κόγχες τους ήταν όπως τα μαππούδκια του ππινγκ ππονγκ κολλημένα πας το κρανίον της που την μπροστινήν πλευράν, όπως τον Κκέρμιτ τον βάτραχον.

Εππήδησα τζιαι έμπηκα μες το δωμάτιο με το πιλιάρτο τζιαι εχώστηκα πουκάτω. Εγυρέφκαν με τζιαι εν με εβρήσκαν. Έπιασα ταξίν τζιαι έφυα. Δεν ξέρω πως εδικαιολογήθηκεν ο ανιψιός μου, ούτε το τι έγινεν. Έγινα καπνός. Στη διαδρομήν πίσω ελάλουν του εαυτού μου “Καλά να πάθεις, έθελες γεναίκαν αντί να μείνεις έσσω να παίζεις αττάριν!”

Δεν υπάρχουν σχόλια: