Αντιγράφω απο το Τζιμπριακόν μπλογκι http://xenihtikon.wordpress.com/
Κομμωτής - Παρπέρης που δεν ξέρει να κουρέψει τον άλλον ή να κόψει μαλλιά. Χρεώνει περισσότερα για δουλειάν που δεν κάμνει. Κάμνει τους αρσενικούς ναν όπως τους θηλυκούς.
Ξανθή (πλατινέ) - Είδος Κύπριας, συνήθως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ή αντίληψης. Πιστεύει ακράδαντα ότι το μαλλίν το πλατινέ το αφύσικο φαίνεται καλόν πάνω της, εν μοντέρνο ή πως μοιάζει με ξένη. Κρατά αυτοκίνητο που ούτε την δόση δεν μπορεί να πληρώσει τζιαι φορεί γυαλιά του ήλιου που την κάμνουν όπως την πιτόμουγια.
Σκεμπέ - Συσσορευμένον λίπος γυρώ που την τζοιλιάν του Κύπριου άνδρα. Χρησιμεύει ώς απόθεμα τροφής σε περίπτωση πολέμου ή σαν ανατομικό μαξιλαράκι για την κοπέλλα οτυ άμαν παρακολουθούν ντιβιντί.
Τσίππα - Λέξη που έναν καιρό εσήμαινε πως το άτομον είσιεν προσωπικήν αίσθησην ευπρέπειας τζιαι αξιοπρέπεια. Έχει εκλείψει.
Α8 - Κλίμακα πληρωμών της Κυβέρνησης τζιαι των ημικρατικών οργανισμών. Το άγιο δισκοπότηρο του μέσου Κυπραίου, που από γέννας του μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του καλουπιάζεται, τραινάρεται, τζιαι διαμορφώνεται ώστε να μπεί.
Αύτοκίνητον - Μέσο προσέλκησης ερωτικού συντρόφου τζιαι ενίοτε μέσο μεταφοράς ή εργαλείο δουλειάς.
Βάψιμο - Μέθοδος παραπλάνησης, αποπλάνησης τζιαι καταδολίευσης των αρσενικών που τους θυληκούς κατοίκους του νησιού με την πρόφαση της τόνωσης των ιδιαίτερων τους χαρακτηριστικών. Ο κύριως λόγος καθυστέρησης στα φώτα τροχαίας.
Νύσσιν (νυχούιν μιτσιού δακτυλιού) - Κινέζικο χαρακτηριστικό που υποδήλωνε πλούτον τζιαι ευμάρειαν (διότι τζίνος που το είσιεν εν εδούλευκεν). Χαρακτηριστικόν των πατρόνων των καπάρέ, των ταξιτζήδων, τζιαι τον πλασιέ. Στους τελευταίους το νύσσιν χρησιμοποιείται τζιαι σαν κοπίδιν για να αννοίουν την τέλλα που τες κάσιες.
Στρατός - Θεσμικόν όργανον του κράτους που θεσμοθετεί την διασπάθισην δημοσίου χρήματος, το βόλεμαν τζιαι την αναξιοκρατία, τες μίζες τζιαι υπάρχει για να εξυπηρετεί τους στρατιωτικούς τζιαι τους προμηθευτές. Πλήρης χάσιμον χρόνου που δημιουργέι τζιαι ανισότητες στους καταλόγους διοριστέων.
ΠΑΡΤΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΝΑ ΕΧΕΤΕ
ακκάννω ρ. (άκκαννα) δαγκώνω
άλλωσπως επίρρ. με άλλο τρόπο, αλλιώς
αλόπως σύνδ. μήπως, πιθανώς
αμινιάζω ρ. υπολογίζω
αμπλέπω ρ. (άμπλεψα) [< βλέπω] βλέπω
αμπούστα (η) ουσ. (πληθ. αμπούστες) κουτί
ανάνοικτος -η -ον επίθ. [< α στερητ. + ανοίγω] αυτός που δεν έχει ανοικτεί ποτέ, συνήθως για συσκευασίες
ανάρκα επίρρ. αραιά
αναρκοβυζού (η) ουσ. (πληθ. αναρκοβυζούες) [< ανάρκα (βλ.λ.) + βυζιά] αυτή που τα στήθη της έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη απόσταση από το συνηθισμένο
αναρκοδόντης (ο) αναρκοδοντού (η) αναρκοδόντικο (το) ουσ. (πληθ. αρσ. αναρκοδόντηες θηλ. αναρκοδόντισσες ουδ. αναρκοδόντικα) [< ανάρκα (βλ.λ.) + δόντια] αυτός που έχει αραιά δόντια
αντζελοσσιάζουμαι ρ. (αντζελόσσιασα, αντζελοσσιάστηκα) {ανdjελοshιάζουμε} [< άγγελος + σσιάζουμαι (βλ.λ.)] τρομάζω
αντζελόσσιαση (η) ουσ. {ανdjελόshαση} [< αντζιελοσσιάζουμε] η τρομάρα π.χ. "ήρθε μου αντζελόσσιαση", δηλαδή πήρα μια τρομάρα
αντινάσσω ρ. (αντίναξα, αντινάχτηκα) [< ανά + τινάσσω] τινάζω
αντιναχτές (οι) ουσ. [< αντινάσσω (βλ.λ.)] τρόπος μαγειρέματος για πατάτες, τηγανιτές σε κατσαρόλα με πολύ λάδι, που τις κουνάνε δυνατά κατά το μαγείρεμα, "τις αντινάσσουν"
αξινόστραφος, -η, -ο επίθ. ανάποδος, αντίστροφος
απόπατος (ο) ουσ. (πληθ. οι απόπατοι) αποχωρητήριο
άππαρος (ο) και αππάρα (η) ουσ. (πληθ. άππαροι, αππάρες) αρσενικό, θηλυκό άλογο
αππηθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππηθκιές) άτυπη μονάδα μέτρησης μήκους, που αντιστοιχεί στην απόσταση την οποία μπορεί να διανύσει ένας άνθρωπος πηδώντας μπροστά, από στατική θέση | αππηθκιές, παιχνίδι που παίζεται σε γιορτές, νικητής όποιος ορίσει τη μεγαλύτερη αππηθκιά | μτφ. η μικρή απόσταση "το επόμενο χωριό είναι μια αππηθκιά απόσταση"
αππίδι (το) ουσ. (πληθ. τα αππίθκια) τα αχλάδια
αππιθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππιθκιές) [< απίδι, απιδιά] η αχλαδιά
αρκάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αρκάτζια) {αρκάdjιν} το ρυάκι
αρκημός (ο) ουσ. [< αρχίζω] η αρχή, το ξεκίνημα
άρκοψες (το) ουσ. αύριο το βράδυ
αρμαρόλα (η) ουσ. (πληθ. αρμαρόλες) ντουλάπα
αρφάλι (το) ουσ. ο αφαλός | μτφ. "έπεσε τ' αρφάλι μου" = πεινάω πάρα πολύ
αρφός (ο) και αρφή (η) ουσ. (πληθ. αρσ. αρφούες θηλ. αρφάες) αδερφός, αδερφή
ασσελιά (η) ουσ. (πληθ. ασσελιές) {αshελιά} [< σκέλος] μονάδα μέτρησης μήκους ίση με έναν διασκελισμό | μτφ. η μικρή απόσταση, όπως και αππηθκιά (βλ.λ.)
ατζία (η) ουσ. (πληθ. ατζίες) {αdjία} η άκρη του ψωμίου, η κόρα
αυλάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αυλάτζια) {αυλάdjιν} το αυλάκι
αφτέννω ρ. (άψα) ανάβω
αψιουρίζουμαι ρ. (αψιουρίστηκα) {απshουρίστικα} [< ηχητικό, από τον ήχο του φταρνίσματος] φταρνίζομαι
Βάκης (ο) ανδρικό όνομα, υπάρχει ένας αρχαίος Κύπριος ποιητής με το όνομα Βάκης, αλλά πλέον χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό του Παρασκευάς
βάκλα (η) ουσ. (πληθ. βάκλες) η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι ρ. (εβαρέθηκα) βαριέμαι
βαστώ ρ. κρατώ
βιλλομούτσουνος (ο) ουσ. [< βίλλος (βλ.λ.) + μουτσούνα] μτφ. ο πολύ άσχημος άνθρωπος, σύνθεση κατά το αγγλικό dickhead
βίλλος (ο) και βίλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι βίλλοι θηλ. οι βίλλες) το αρσενικό γεννητικό όργανο
βίτσα (η) ουσ. (πληθ. βίτσες) η βέργα | μτφ. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
βλαντζί (το) ουσ. (πληθ. βλαντζιά) {βλανdjί} το συκώτι
βολίτζι (το) ουσ. (πληθ. τα βολίτζια) {βολίdjια} το ξύλινο δοκάρι της στέγης
βολώ ρ. (εβόλησα) κόλλησα στις λάσπες
βόρτακος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτακοι) ο βάτραχος
βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | μτφ. ο χοντρός άνθρωπος | μτφ. ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους
βούκκα (η) ουσ. (πληθ. βούτσες {βούchες}) μάγουλο
βουκκαλλέτικον (το) ουσ. (πληθ. βουκκαλλέτικα) [< βούκκα, (βλ.λ.)] παιδί με παχουλά μάγουλα | μτφ. ο καλομαθημένος
βούκκος (ο) ουσ. η μπουκιά
βουναλλούι (το) ουσ. (πληθ. βουναλλούθκια) [< βουνό + υποκοριστικό -ούι] το λοφάκι
βουνάρι
(το) ουσ. (πληθ. τα βουνάρκα) [< υποκοριστικό του βουνό] το λοφάκι, όπως και βουναλλούι (βλ.λ.)βουρβουλλάς (ο) ουσ. (πληθ. οι βουρβουλλάες) ο γυμνοσάλιαγκας
βούρνα (η) ουσ. (πληθ. βούρνες) ο νεροχύτης
βουρνί (το) ουσ. (πληθ. τα βουρνιά) ξύλινη ή πέτρινη ή μεταλλική κατασκευή, όπου τοποθετούνται ζωοτροφές, η ταΐστρα, από παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι: "έππεσα ο σσυλλόστραβος μες το βουρνί του σοίρου" δηλαδή έπεσα ο θεόστραβος (βλ.λλ: στραβός, σσυλλόστραβος) μες την ταΐστρα του γουρουνιού (βλ.λ: σοίρος)
βούριστρα (τα) ουσ. [< βουρώ (βλ.λ.)] τα τρεχάματα
βούρος (το) ουσ. (πληθ. τα βούρη) [< βουρώ (βλ.λ.)] το τρέξιμο, π.χ. "έμπηξα το βούρος" ή "έμπηξα τα βούρη", δηλαδή άρχισα να τρέχω
βουρώ ρ. (εβούρησα) τρέχω
βρίξε ρ. (έβριξα) σώπα, σκάσε
βυζοκούππι (το) ουσ. (πληθ. βυζοκούπια) ο στηθόδεσμος
γαίμα (το) ουσ. (πληθ. τα γαίματα) το αίμα
γαμίστρα (η) ουσ. (πληθ. γαμίστρες) το κρεβάτι
γάρος (ο) ουσ. (πληθ. γάροι) γάιδαρος
γιανίσκω ρ. (έγιανα) [< υγιαίνω] αναρρώνω
γιουτώ ρ. (εγιούτησα) συγκατανεύω, συναινώ | ως παθητικό: με βολεύει "γιουτά μου να πάω το πρωί" = με βολεύει να πάω το πρωί
γρόσι (το) ουσ. (πληθ. τα γρόσια {γρόshα}) μικρό νόμισμα, υποδιαίρεση του σεντ (βλ.λ.) που έχει καταργηθεί λόδω της μικρής του αξίας
δισκοθήκη (η) ουσ. (πληθ. δισκοθήκες) η ντισκοτέκ
δίχα
πρόθ. [< αρχαίο δίχα] δίχως, χωρίςδόντι (το) ουσ. (πληθ. τα δόγκια) το δόντι, παρατίθεται εδώ λόγω της ιδιομορφίας στον πληθυντικό
δρώμα (το) ουσ. (πληθ. τα δρώματα) ο ιδρώτας
έρκουμαι ρ. (ήρτα) έρχομαι
έσιει ρ. (είσιεν) {έshει} έχει
εσσέξιξι! επιφώνημα εκφράζει αγανάκτηση
έσσω επίρρ. [< αρχαίο έσω] μέσα | ως ουσιαστικό "το έσσω μου" = το σπιτικό μου, δηλαδή εκεί που νιώθω οικειότητα, σε αντίθεση με "το σπίτι" που είναι απλά το κτήριο. Όμοιος διαχωρισμός με τις αγγλικές έννοιες "home" και "house"
ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιμοποιείται με την έννοια του κρίματος "ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καημένος, ο δυστυχισμένος, "ζάβαλλι μου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που το λέει
ζαβός -η, -ον επίθ. [< ζαβώνω (βλ.λ.)] στραβός
ζαβώνω ρ. (εζάβωσα) στραβώνω
ζάμπα (η) ουσ. γάμπα, μπούτι
ζίζιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι ζίζιροι) ο τζίτζικας
ζίλικουρτι (το) ουσ. [< υπάρχει μια πιθανολογούμενη ετυμολογία, που θέλει αυτή λέξη να είναι παραφθορά της φράσης "ζάλη ιλίγγου να σου έρθει" αλλά δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται δεκτή] σκασμός, συνηθισμένη φράση "βγάλε ζίλικουρτι" = σκάσε
ζώλος (ο) ουσ. μπόχα, άσχημη μυρωδιά
ήντα ερωτημ. αντων. τι
θαρκούμαι ρ. νομίζω, έχω την εντύπωση
θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδομένου στην Κυπριακή ύπαιθρο, μεγάλου σε μέγεθος, με μαύρο χρώμα, μη δηλητηριώδες
θκιάλος (ο) ουσ. (οι θκιαόλοι) ο διάβολος
θωρκά (η) ουσ. [< θωρώ (βλ.λ.)] η όψη
θωρώ ρ. (είδα) βλέπω
καϊλώ ρ. (εκαΐλησα) δέχομαι
κάκκαφα ουσ. ανώμαλα εδάφη
Κάκα (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Γεωργία
Κάκος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Κυριάκος
καλό επίρρ. αμέ π.χ. "-θα μου κάνεις μια χάρη; -καλό!"
καλοήρα (η) ουσ. (πληθ. καλοήρες) το πανέρι
καμμώ ρ. (εκάμμησα) κλείνω τα μάτια μου π.χ. στο παιχνίδι κρυφτό λέμε: "ποιός θα καμμήσει" δηλαδή "ποιός θα τα φυλάει" | μτφ. νυστάζω
καραόλος (ο) ουσ. (πληθ. οι καραόλοι) το σαλιγκάρι
καρκασαλλίκκι (το) ουσ. {καρκαshαλλίκκι} η φασαρία, ο σαματάς
καρκιά (η) ουσ. (πληθ. οι καρκιές) η καρδιά
καρκόλα (η) ουσ. (πληθ. καρκόλες) [< ιταλικό carriola] κρεβάτι
καρτζί επίρρ. απέναντι
κάττος (ο) και κάττα (η) ουσ. [< αγγλικό cat] ο γάτος και η γάτα
κατρατζύλι (το) ουσ. {κατραdjύλι} η τσουλήθρα
κατσιαρίζω ρ. (εκατσιάρισα) {κατchαρίζω} κάνω θόρυβο
κατσιαρισμός (ο) ουσ. {κατchαρισμός} θόρυβος
καύκω ρ. (έκαψα) καίω
κάφκα (η) ουσ. (πληθ. κάφτσες {κάφchες}) η ερωμένη ενός παντρεμένου άντρα
Κίκα (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Κυριακή
Κίκης (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Κυριάκος
κιοφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι κιοφτέδες) [τουρκικό kofte] ο κεφτές
κκελλέ (η) ουσ. (πληθ. κκελλάες) το κεφάλι, φράση "κκελλέ κουλούμπρα" δηλαδή αγύριστο κεφάλι
κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι | μτφ. ο ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώμονας
κκέλης (ο) -ισσα (η) -ικον (το) επίθ. ο φαλακρός
κλάτσα (η) ουσ. (πληθ. οι κλάτσες) η κάλτσα
Κόκος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Γιώργος
κόλλα (η) ουσ. (πληθ. κόλλες) το φύλλο χαρτιού
κομμόροτσος (ο) ουσ. (πληθ. κομμόροτσοι) ακατέργαστη μεγάλη πέτρα
κόρη (η) ουσ. (πληθ. κόρες) [< αρχαίο κόρη] αναφορά προς κορίτσι
κοτζιάκαρη (η) ουσ. (πληθ. κοτζιάκαρες) {κοτdjάκαρη} γριά
κοτολέττα (η) ουσ. (πληθ. κοτολέττες) [< γαλλικό cotolette] η μπριζόλα
κότσινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. {κόchινος} ο κόκκινος
κότσιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι κότσιροι) η κουράδα
κουκκουφκιάος (ο) ουσ. η κουκουβάγια
κούλλουφος (ο) ουσ. (πληθ. κούλλουφοι) ο ατημέλητος
κουπέπι (το) ουσ. (πληθ. τα κουπέπια) ντολμάδες τυλιγμένοι με φύλλα αμπελιού και γέμιση που περιέχει κυρίως κιμά και ρύζι
κουφή (η) ουσ. (πληθ. κουφάες) το φίδι
κραμπί (το) ουσ. (πληθ. τα κραμπιά) [< αρχαίο κράμβη] το λάχανο
κρούζω ρ. (έκρουσα) καίω
κρώννουμαι ρ. [< αρχαίο ακροώμαι] ακούω | μτφ. δέχομαι μια συμβουλή π.χ. "κρώννουμαι του πατέρα μου"
κωλοσύρνω ρ. (εκωλόσυρα) τραβώ
λαλώ ρ. (είπα) λέω
λαμπρατζιά (η) ουσ. {λαμπραdjιά) μεγάλη φωτιά που ανάβεται στον περίβολο κάθε εκκλησίας, το βράδυ της Ανάστασης
λαομός (o) ουσ. [< λαόνω (βλ.λ.)] ο τρόμος, το ξάφνιασμα
λαόνουμαι παθ. ρ. τρομάζω, φοβάμαι, ξαφνιάζομαι
λαόνω ενεργ. ρ. τρομάζω φοβερίζω, ξαφνιάζω
λαός (ο) ουσ. (πληθ. οι λαοί) ο λαγός
λάου λάου επίρρ. σιγά σιγά
λάσσω ρ. (έλαξα) γαυγίζω
λαφαζάνης (ο) ουσ. (πληθ. οι λαφαζάνηες) ο φαφλατάς, που μιλάει με υπερβολές
λαφαζανιά (η) ουσ. (πληθ. οι λαφαζανιές) η υπερβολή, εξωπραγματικό γεγονός που παρουσιάζει κάποιος ως πραγματικότητα για να εντυπωσιάσει
λιγκρίν (το) ουσ. παιχνίδι όπου οι παίκτες κτυπάνε μια μικρή βέργα με μια μεγαλύτερη, με σκοπό η πρώτη να διανύσει τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση
λίξης (ο) ουσ. (πληθ. οι λίξηες) ο λιγούρης, συνήθως αναφέρεται σ' αυτούς που τους αρέσουν πολύ τα γλυκά
λογιάσματα (τα) ουσ. η διαδικασία λογοδοσίματος ενός ζευγαριού που πρόκειται να παντρευτεί
λογιασμένος -η -ον επίθ. ο λογοδοσμένος για γάμο
λυσσιάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι λυσσιάρηες) {λυshάρης} ο λιγούρης
λυσσιοπινώ ρ. (ελυσσιοπείνασα) {λυshοπεινώ} πεθαίνω της πείνας
λυσσιώ ρ. (ελύσσιασα) {λυshώ} [< λύσσα] θυμώνω | μτφ. πεινώ πάρα πολύ "λυσσιώ της πείνας" | μτφ. ως ενεργητικό ρήμα εκφράζει και πολύ μεγάλο ερωτικό πάθος "λυσσιώ σε" = έχω μεγάλο ερωτικό πόθο για σένα
λίω ρ. (έλισα) λιώνω
λόττα (η) ουσ. (πληθ. οι λόττες) το θηλυκό γουρούνι | μτφ. η πολύ χοντρή γυναίκα
λουβί (το) ουσ. (πληθ. τα λουφκιά) το μαυρομάτικο φασόλι
λουβούιν (το) ουσ. (πληθ. τα λουβούθκια) το θρύμμα
λουβώ ρ. (ελούβησα) θρυμματίζω
λούκκος (ο) ουσ. το λακάκι, τρύπα στο έδαφος
μαείρισσα (η) ουσ. (πληθ. οι μαείρισσες) η κατσαρόλα
μαϊμούνα (η) ουσ. (πληθ. οι μαϊμούνες) η μαϊμού
μαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεμα, το δούλεμα π.χ. "μας έπιασε στο μαϊττάππι" δηλαδή μας δουλεύει
μαλαχτός -η -ο επίθ. ο μαλακός | μτφ. ο ευάλωτος άνθρωπος
μαννός (ο) ουσ. (πληθ. οι μαννοί) ο ηλίθιος
μαξιλαρόντυμα (το) ουσ. (πληθ. τα μαξιλαροντύματα) η μαξιλαροθήκη
μάππα (η) ουσ. (πληθ. μάππες) η μπάλα
μάππουρος (ο) ουσ. (πληθ. οι μάππουροι) το κουκουνάρι
μαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μαστραππάες) μεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | μτφ. ο ανόητος άνθρωπος, με την έννοια ότι ο μαστραππάς είναι κενός από μέσα όπως και ο ανόητος
μεζετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι μεζετζήες) {μεζεdjής} αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μεσοβυζιά (η) ουσ. ο χώρος ανάμεσα στα στήθη μιας γυναίκας
μηάλος -η -ον επίθ. μεγάλος
μηαλιώνας (ο) ουσ. (πληθ. οι μηαλιώνες) ο αντίχειρας
μίλλα (η) ουσ. (πληθ. οι μίλλες) το λίπος
μιτσής (ο) και μιτσιά (η) και μιτσί (το) ουσ. (πληθ. αρσ. οι μιτσιοί {μιchοί} θηλ. οι μιτσιές {μιchές} τα μιτσιά {μιchιά}) ο μικρός, η μικρή, το μικρό
μμάτι (το) και αμμάτι (το) ουσ. (πληθ. μμάθκια (τα) και αμμάθκια (τα) το μάτι, στη μορφή αμμάτι όταν προηγείται λέξη που τελειώνει σε σύμφωνο
μονή (η) ουσ. (πληθ. οι μονές) το κρεβάτι
μοτόρα (η) ουσ. (πληθ. οι μοτόρες) η μοτοσυκλέτα
μουβλούκα (η) ουσ. (πληθ. οι μουβλούκες) το μαξιλάρι
μούλος (ο) και μούλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι μούλοι θηλ. οι μούλες) το αρσενικό και το θηλυκό μουλάρι
μουτταρκά (η) ουσ. (πληθ. οι μουτταρκές) τα απόκρυμνα έδαφη
μουττάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μουττάες) [< μούττη (βλ.λ.)] αυτός που έχει μεγάλη μύτη
μούττη (η) ουσ. (πληθ. οι μούττες) η μύτη
μούχτιν επίρρ. δωρεάν
μουχτιτζής (ο) ουσ. (πληθ. οι μουχτιτζήες) {μουχτιdjής} αυτός που επιδιώκει να παίρνει πράγματα δωρεάν, που μηχανεύεται τρόπους για να μην πληρώνει
μωρεύκουμαι ρ. (εμωρεύτηκα) παλιμπαιδίζω
νεύκω ρ. (ένεψα) [< αρχαίο νεύω] γνέφω, κάνω νόημα
νησιάνι (το) ουσ. (πληθ. νησιάνια) {νηshάνι} στρατιωτικό διακριτικό
νίφκουμαι ρ. (ένιψα, ενίφτηκα) νίβομαι, πλένω το πρόσωπό μου
ντζίζω ρ. (έτζιξα) {έdjιξα} αγγίζω
ξηφτερίζω ρ. (εξηφτέρισα) ξεπουπουλιάζω
ξεροτήανο (το) ουσ. (πληθ. τα ξεροτήανα) ο λουκουμάς
ξιμαρισμένος -η -ον επίθ. λερωμένος, ακάθαρτος | μτφ. ο άνθρωπος που βρίζει πολύ | ο άνθρωπος που σκέφτεται πρόστυχα
όι αρνητικό μόριο, όχι
οξά διαζευκτικός σύνδεσμος ή
όξινο (το) ουσ. (πληθ. όξινα) το λεμόνι
όξυπνος -η -ον επίθ. ξύπνιος, έξυπνος
ορκά (η) ουσ. (πληθ. οι ορκές) [< αρχαίο οργυιά] μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια
ούλλος -η -ον επίθ. ο ολόκληρος
ούσσου σώπα (προστακτική)
ούτσιαλι (το) μτφ. το πολύ φαΐ
οφτός (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. [< αρχαίο οπτός] ο ψητός (κυρίως για ψητά φαγητά)
παγκούι (το) ουσ. (πληθ. τα παγκούθκια) υποκοριστικό του πάγκος, παγκάκι
παθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι παθκιές) το πάτημα, το ίχνος που αφήνει κάποιος περπατώντας
παλάτι (το) ουσ. (πληθ. παλάθκια) το παλάτι, παρατίθεται εδώ για την ιδιομορφία στον πληθυντικό
παλιώνω ρ. (επάλιωσα) παλεύω
Πάμπος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Χαράλαμπος
πάννα (η) ουσ. λεπτή μεμβράνη από εντόσθια ζώων, χρησιμοποιείται για το τύλιγμα της σεφταλιάς (βλ.λ.), είναι το ίδιο υλικό με αυτό που τυλίγεται το κοκορέτσι
παννίζω ρ. (επάννισα) χρησιμοποιώ κάτι για πρώτη φορά, συνήθως για ρούχα και παπούτσια
παουρίζω ρ. (επαούρισα) φωνάζω
παπίλλαρος (ο) ουσ. (πληθ. οι παπίλλαροι) τα πρώτα σύκα
παπίρα (η) ουσ. (πληθ. οι παπίρες) η πάπια
πάππαλλα τέλος, δεν έχει άλλο
παραπόττης (ο) ουσ. (πληθ. οι παραπόττηες) αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης (ο) ουσ. (πληθ. οι παρπέρηες) ο κουρέας
πασιαμάς (ο) ουσ. (πληθ. οι πασιαμάες) {παshαμάς} ο χαβαλές
πασπίσκοπος (ο) ουσ. [< τουρκικό πας + επίσκοπος] ο αρχιεπίσκοπος
πασσύς (ο) πασσιά (η) πασύ (το) επίθ. {παshύς} ο παχύς
πατανία (η) ουσ. (πληθ. οι πατανίες) η κουβέρτα
πατί (το) ουσ. το βήμα
πατσαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι πατσαρκές) το χαστούκι
πατσιαούρα (η) ουσ. (πληθ. οι πατσιαούρες) η ατημέλητη
πατταλόνι (το) ουσ. (πληθ. τα πατταλόνια) το παντελόνι
παττίχα (η) ουσ. (πληθ. οι παττίσες {παττίshες}) το καρπούζι
πεζούνι (το) ουσ. (πληθ. τα πεζούνια) το περιστέρι
πελλαμός (0) ουσ. η τρέλλα
πελλανίσκω ρ. (επέλλανα) τρελλαίνομαι
πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε με η πελλάρα" δηλαδή μ' έπιασε η τρέλλα, και "έκαμα μια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό
πελλός (ο) πελλή (η) πελλό (τό) επίθ. (πληθ. αρσ. οι πελλοί θηλ. οι πελλές ουδ. τα πελλά) [< πελλανίσκω (βλ.λ.)] ο τρελλός
πηλός (ο) ουσ. (πληθ. τα πηλά) η λάσπη, παρατίθεται εδώ για την ιδιομορφία στον πληθυντικό
πιθκιάυλι (το) ουσ. (πληθ. τα πιθκιάυλια) [< αρχαίο δίαυλος] πνευστό μουσικό όργανο
πιθκιαβλοζάμπης -ισσα -ικον επίθ. [< πιθκιαύλι (βλ.λ.) + ζάμπα (βλ.λ.)] αυτός που τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι
πιλέ επίρρ. ήδη
πίσσα (η) ουσ. (πληθ. πίσσες) η τσίχλα
πιττώνω ρ. (επίττωσα, επιττώθηκα) πλακώνω, στριμώχνω
πλυννίσκω ρ. (έπλυνα, επλύθηκα) πλένω
ποζαύλιν (το) ουσ. (πληθ. τα ποζαύλια) αποκαΐδι
ποζουρτώ ρ. (εποζούρτισα) κουράζομαι πάρα πολύ
'πο δά απ' εδώ
ποήνα (η) ουσ. (πληθ. οι ποήνες) δερμάτινες αδιάβροχες μπότες, γαλότσες
πόι (το) ουσ. (πληθ. τα πόθκια) το πόδι
ποθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι ποθκιές) η ποδιά
ποθκιάντροπος -η -ον επίθ. ο ξεδιάντροπος
ποϊνάρι (το) ουσ. (πληθ τα ποϊνάρκα) το μπατζάκι, το ένα σκέλος του παντελονιού
πολογιάζω ρ. (επολόγιασα) αποδιώχνω
πομιλόρι (το) ουσ. (πληθ. τα πομιλόρκα) η ντομάτα
πόμπα (η) ουσ. (πληθ. οι πόμπες) η βόμβα
ποξαμάτι (το) ουσ. (πληθ. τα ποξαμάθκια) το παξιμάδι
πορνόν πορνόν επίρ. πρωί πρωί, πολύ νωρίς
πότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πότσες) η μπουκάλα
'πο τζεί {'πο djει} απ' εκεί
πούζα (η) ουσ. η ασθένεια κήλη
πούκουππα επίρρ. ανάποδα
πουλλαόφωνος -η -ον επίθ. [< πουλάδα + φωνή] ο άνθρωπος μιλά με λεπτή φωνή
πούλλες (οι) ουσ. τηγανιτές φέτες μελιτζάνας
πουπούξιος (ο) ουσ. η κουκουβάγια
πουρέκκα (η) ουσ. (πληθ. οι πουρέκκες) η κοπέλα που είναι γλυκιά σαν μπουρέκι (φιλοφρόνηση)
πουρέκκι (το) ουσ. (πληθ. τα πουρέκκια) [< τουρκικό borek] το μπουρέκι
πουττεύκω ρ. (επούττεψα) [< πούττος (βλ.λ.)] δειλιάζω
πούττος (ο) και πουττί (το) ουσ. (πληθ. οι πούττοι) το γυναικείο γεννητικό όργανο | μτφ. ο δειλός άνθρωπος
ποφκάλλω ρ. (επόφκαλα, εποφκάλτηκα) κουράζω κάποιον, του βγάζω την πίστη
ππάλα (η) ουσ. (πληθ. οι ππάλες) [< ιταλικό pala] ο μπαλτάς
ππαλουζές (ο) ουσ. η μουσταλευριά
ππαραόπιστος -η -ον επίθ. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος
ππαράς (ο) ουσ. (πληθ. οι ππαράες) το χρήμα
ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς
ππούλλι (το) ουσ. (πληθ. τα ππούλλια) το βλήμα, ο ηλίθιος
ππουνιά (η) ουσ. (πληθ. οι ππουνιές) η γροθία, και ως ππούνιος (ο) με την ίδια έννοια
ππουρτού (τα) ουσ. τα σαμπράκαλα, τα υπάρχοντα
πρότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πρότσες) το πηρούνι
πυρά (η) ουσ. (πληθ. οι πυράες) ζέστη, καύσωνας | φράση "επιάσαν οι πυράες" δηλαδή σφίξαν οι ζέστες | πύρουλλος (ο) μεγεθυντικό του πυρά
πυρκολώ ρ. (επυρκόλησα) βάζω φωτιά
ρα επιφώνημα, αναφορά προς κοπέλλα (το θηλυκό του ρε)
ρέσσω ρ. (έρεξα) περνώ
ριάλια (τα) ουσ. τα λεφτά
ρότσος (ο) και ρότσα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι ρότσοι θηλ. οι ρότσες) η πέτρα
σάζω ρ. (έσασα, εσάστηκα) φτιάχνω
σάκκος (ο) ουσ. (πλυθ. οι σάκκοι) παλτό
σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα
σαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι σαρκές) η σκούπα
σάτζη (η) ουσ. ρηχό μεταλλικό μαγειρικό σκέυος, στο οποίο συνήθως ψήνονται πίτες χωρίς λάδι
σβηστήρι (το) ουσ. (πληθ. τα σβηστήρκα) η γομολάστιχα
σεντ (το) ουσ. [< αγγλικό cent] νόμισμα, ένα εκατοστό της Κυπριακής λίρας, ίσο περίπου με 1.7 λεπτά του ευρώ
σεφταλιά (η) ουσ. (πληθ. οι σεφταλιές) {shεφταλιά} φαγητό με γέμιση που περιέχει κυρίως κιμά τυλιγμένο σε πάννα (βλ.λ.)
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα
σιεηττάνης (ο) σιεηττάνισα (η) σιεηττάνικο (το) ουσ. (πληθ. οι σιεηττάνηες, οι σιεηττάνισσες, τα σιεηττάνικα) {shεηττάνης} [< αγγλικό satan] μτφ. ο πονηρός άνθρωπος, ο τυχοδιώκτης | μτφ. για παιδιά που δεν κάθονται φρόνιμα ποτέ, που κάνουν συνέχεια αταξίες
σιεροκουτάλα (η) ουσ. η περίεργη γυναίκα, η κουτσομπόλα, που χώνει τη μύτη της παντού
σιέζω ρ. (έσιεσα, εσιέστηκα) {shέζω} χέζω
σιέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιέρκα) {shέρι} το χέρι
σίερο (το) ουσ. (πληθ. τα σίερα) το μέταλλο σίδερο | η ηλεκτρική συσκευή με την οποία σιδερώνουμε
σιερώνω ρ. (εσιέρωσα) σιδερώνω
σιερώστρα (η) ουσ. (οι σιερώστρες) η σιδερώστρα
σιέσης (ο) ουσ. (πληθ. οι σιέσηες) {shέσης} [< χέστης] ο δειλός
σιονώνω ρ. (εσιόνωσα) χύνω
σιόρ (ο) ουσ. ο κύριος
σιουσιούκκος (ο) ουσ. {shουshούκκος} παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, μακρόστενο στο σχήμα, αποτελείται από αμύγδαλα ή κάστανα περασμένα σε κλωστή, που τα βουτάνε σε λυωμένη μουσταλευριά, η οποία μετά πήζει και περικλείει τους ξηρούς καρπούς
σίστος (ο) ουσ. (πληθ. οι σίστοι) {shίστος} το γυναικείο γεννητικό όργανο
σκαρπάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι σκαρπάρηες) ο τσαγκάρης
σκατούλλικα (τα) ουσ. παιχνίδι που παίζεται με πέτρες σχήματος πλάκας, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την πέτρα του και να πλακώσει την πέτρα του αντιπάλου του
σκεμπέ (η) ουσ. η κοιλίά
σκεμπετζής (ο) ουσ. {σκεμπεdjής} ο κοιλαράς
σκλουβέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σκλουβέρκα) το λευκό κεντητό ύφασμα που στολίζει την οροφή μεγάλου κρεβατιού
σκουλούτζι (το) ουσ. (πληθ. τα σκουλούτζια) {σκουλούdjι} το σκουλήκι
σμιλί (το) ουσ. μικρή μεταλλική βελόνα που χρησιμοποιείται για ψιλά κεντήματα
σοίρος (ο) ουσ. (πληθ. οι σοίροι) {shοίρος} [< χοίρος] το γουρούνι
σούζω ρ. (έσουσα) κουνώ
σούσα (η) ουσ. (πληθ. οι σούσες) η κούνια | μτφ. οι σούσες είναι η παιδική χαρά, π.χ. "πάμε στις σούσες" δηλαδή πάμε στην παιδική χαρά
σπαρκώνω ρ. (εσπάρκωσα) για ζώα: η κατάσταση ενός ζώου όταν είναι περίοδος ζευγαρώματος και δεν έχει ταίρι | για ανθρώπους: νιώθω έντονη την ανάγκη να κάνω σεξ (περιπαικτικά)
σσιάζουμαι ρ. (εσσιάστηκα) {shιάζουμαι} βλέπω
σσίζω ρ. (έσσισα, εσσίστηκα) {shίζω} σκίζω
σούζμα (το) ουσ. το κούνημα
σσεπέττος (ο) ουσ. (πληθ. οι σσεπέττοι) {shεπέττος} το κυνηγετικό όπλο
σσυλλόπελλος (ο) -η (η) -ον (το) ουσ. [< σσύλλος (βλ.λ. + πελλός (βλ.λ.)] ο θεότρελος
σσύλλος (ο) σσύλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι σσύλλοι θηλ. οι σσύλλες) {shύλλος} σκύλος, σκύλα
Στάλω (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυστάλλω, Στάλω)
στετέ (η) ουσ. η γιαγιά
στράτα (η) ουσ. (πληθ. οι στράτες) ο δρόμος
συλάρι (το) ουσ. (πληθ. τα συλάρκα) {shυλάρι} [< χυλός] ο χυλός
συνάω ρ. (εσύναξα, εσυνάχτηκα) [< αρχαίο συνάγω] μαζεύω
συνότζιαιρος -η -ον επίθ. ο σύγκαιρος, ο συνομήλικος
συντυχάνω ρ. (εσύντυχα) [< συν + τυγχάνω] συνομιλώ, συζητώ
σύξηλος -η -ον επίθ. ο άναυδος
σύρνω ρ. (έσυρα) ρίχνω, πετώ
σωρόφκω ρ. (εσώροψα) μαζεύω, συγκεντρώνω
τάβλα (η) ουσ. (πληθ. οι τάβλες) τραπέζι ή κρεβάτι
ταπέλλα (η) ουσ. (πληθ. οι ταπέλλες) η πινακίδα
ττάππος (ο) ουσ. (πληθ. οι ττάπποι) ο φελλός του κρασιού | μτφ. ο κοντός άνθρωπος
τατάς (ο) ουσ. ο νονός
τζαί σύνδ. {djαι} και
τζιαμέ επίρρ. {djιαμέ} εκεί
τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ
τζείνη επίρρ. {djείνη} εκείνη
τζείνος επίρρ. {djείνος} εκείνος
τζισβές (ο) ουσ. (πληθ. οι τζισβέδες) {djισβές} το μπρίκι
τζίτρινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. ο κίτρινος
τζοιμούμαι ρ. (ετζοιμήθηκα, ετζοίμησα) {djοιμούμαι} κοιμάμαι
τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ
τηάνι (το) ουσ. (πληθ. τα τηάνια) το τηγάνι
τηανίζω ρ. (ετηάνισα, ετηανίστηκα) τηγανίζω
τιτσίν (το) ουσ. το κομμάτι
τίτσιρος -η -ον επίθ. ο γυμνός
τουρτουρώ ρ. τουρτουρίζω
τράουλλος (ο) ουσ. (πληθ. οι τραούλλοι) ο τράγος
τρι (το) ουσ. χειροποίητα ζυμαρικά που βράζονται με γάλα αντί για νερό
τσαέρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσαέρες) [< αγγλικό chair] η καρέκλα
τσανιάζω ρ. (ετσάνιασα) γρατσουνώ
τσεντί (το) ουσ. (πληθ. τα τσεντιά) το πορτοφόλι
τσενγκένης (ο) ουσ. (πληθ. οι τσενγκένηες) ο γύφτος
τσιλλώ ρ. (ετσίλλησα, ετσιλλήθηκα) πιέζω
τσιφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι τσιφτέδες) νόμισμα, παλιά υποδιαίρεση της λίρας που έχει καταργηθεί | στην καθομιλουμένη μεταξύ παιδιών είναι το νόμισμα που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι σε ηλεκτρονικό μηχάνημα, παλιότερα ίσο με 10 σεντ (βλ.λ.), αργότερα 20 σεντ και τώρα 50 σεντ
τσούρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσούρες) η κατσίκα
τταλαττούρι (το) ουσ. το τζατζίκι
Τταλού (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυσταλλού, Τταλλού)
τταπουροκολού (η) ουσ. (πληθ. οι τταπουροκολούες) η μοτοσυκλέτα
φακκώ ρ. (εφάτσησα {εφάchησα}) χτυπώ
φάουσα (η) ουσ. ο σκασμός
φίνα (η) ουσ. (πληθ. οι φίνες) είδος φιδιού, πολύ μικρού σε μέγεθος, με ισχυρότατο θανατηφόρο δηλητήριο
φκάλλω ρ. (έφκαλα) βγάζω
φκιακάς (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιακάες) αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
φκιολάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιολάρηες) ο βιολιστής
φκιολί (το) ουσ. (πληθ. τα φκιολιά) το βιολί
φκιόρο (το) ουσ. (πληθ. τα φκιόρα) το λουλούδι, το φυτό | μφτ. για τον βλάκα, τον αγαθιάρη
φλόκκος (ο) ουσ. η σφουγγαρίστρα
φόκος (ο) ουσ. η φωτιά
φουκού (η) ουσ. (πληθ. οι φουκούες) μεταλλικό δοχείο όπου ανάβονται κάρβουνα, με σκοπό το ψήσιμο, φουφού
φουντάνα (η) ουσ. (πληθ. οι φουντάνες) η βρύση
φρουτσίν (το) ουσ. (πληθ. τα φρουτσιά {φρουchά}) [< υποκοριστικό του βούρτσα, βουρτσί] το πινέλο
φτείρα (η) ουσ. (πληθ. οι φτείρες) η ψείρα
φτιν (το) ουσ. (πληθ. τα φκιά) το αυτί
φωθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι φωθκιές) η φωτιά
χάι χούι (το) ουσ. ο χαβαλές
χαμαί επίρρ. [< αρχαίο χαμαί] χάμω
Χαμπής (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Χαράλαμπος
χαρτούτσα (η) ουσ. (πληθ. οι χαρτούτσες) {χαρτούchα} το φυσίγγιο του κυνηγετικού όπλου
χαρτωμένος (ο) χαρτωμένη (η) χαρτωμένο (το) ουσ. (πληθ. οι χαρτωμένοι, οι χαρτωμένες, τα χαρτωμένα) ο αρραβωνιασμένος
χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω
χτηνό (το) ουσ. (πληθ. τα χτηνά) το ζώο, το κτήνος | μτφ. κάποιος πολύ γυμνασμένος
χτίν (το) ουσ. το γουδί
χτιτσιό (το) ουσ. {χτιchιό} [< χτικιό] η βρωμιά, η ακαθαρσία
χτιτσιολοώ ρ. (εχτιτσιολόησα) {εχτιchιολόησα} βρωμάω άσχημα
χτοσιέριν (το) ουσ. {χτοshέριν} το γουδοχέρι
ψατζή (η) ουσ. το δηλητήριο | μτφ. το πολύ κρύο
ψάρι (το) ουσ. (πληθ. τα ψάρκα) το ψάρι (παρατίθεται για την ιδιαιτερότητα του πληθυντικού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου